τμητικῶς

τμητικῶς
τμητικός
able to cut
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • сечительно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (τμητικώς) отрубая, отсекая; резко, решительно, сильно …   Словарь церковнославянского языка

  • τμητικός — ή, ό / τμητικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τμητικό (ρητ.) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται και μεταβαίνει από πρόσωπο σε πρόσωπο ή από πράγμα σε πράγμα αρχ. 1. ο κατάλληλος για τμήση 2. (για ψύχος ή οσμή) διαπεραστικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”